Ένας ορισμός αναφορικά στη Νοητική Υστέρηση που έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτός είναι ο ορισμός του Αμερικάνικου Συνδέσμου Νοητικής Υστέρησης (American Association on Mental Retardation, 1983) σύμφωνα με τον οποίο η νοητική υστέρηση αναφέρεται ως μία σημαντικά κάτω από το μέσο όρο γενική νοητική λειτουργία, που συνοδεύεται από ανεπάρκειες στην προσαρμοστική συμπεριφορά (αυτοεξυπηρέτηση, ζωή μέσα στο σπίτι, κοινωνικές δεξιότητες, αυτό-καθοδήγηση, λειτουργικές ακαδημαϊκές δεξιότητες, ψυχαγωγία, υγεία-ασφάλεια, χρήση κοινοτικών υπηρεσιών/ πόρων, εργασία, επικοινωνία) και εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια της αναπτυξιακής περιόδου).
Ο πιο συχνός τρόπος κατηγοριοποίησης της νοητικής υστέρησης είναι ο δείκτης νοημοσύνης ενώ τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης στα αγόρια απ’ ότι στα κορίτσια. Η κατηγοριοποίηση γίνεται ως εξής:
- Ελαφρά νοητική καθυστέρηση (Δείκτης Νοημοσύνης 50-55 έως 70)
- Μέτρια νοητική καθυστέρηση (Δείκτης Νοημοσύνης 35-40 έως 50-55)
- Σοβαρή νοητική καθυστέρηση (Δείκτης Νοημοσύνης 20-25 έως 35-40)
- Βαριά νοητική καθυστέρηση (Δείκτης Νοημοσύνης κάτω από 20-25)
- Απροσδιόριστη νοητική καθυστέρηση
Ελαφριά νοητική καθυστέρηση
Η διάγνωσή δε γίνεται συχνά στην προσχολική ηλικία, αν και φαίνονται τα παιδιά αυτά να παρουσιάζουν ήδη κάποιες δυσκολίες. Η είσοδός τους στο δημοτικό σχολείο σηματοδοτεί και την αναγνώρισή τους. Το ύψος και το βάρος τους δεν παρουσιάζει διαφορές από των φυσιολογικών ατόμων. Η κινητική τους κατάσταση είναι λίγο πιο χαμηλή. Κάποιες φορές είναι πιθανόν να παρουσιάσουν βλάβες στην ακοή, στην όραση ή και στον συντονισμό των κινήσεών τους. Κατανοούν τα περισσότερα μαθήματα του δημοτικού σχολείου ή τουλάχιστον των περισσοτέρων τάξεων του δημοτικού’’ (Πολυχρονοπούλου, 1995)
Μέτρια νοητική υστέρηση
Προκαλείται από βιολογικά αίτια, καθώς και από ατυχήματα, τραυματισμούς ή μολυσματικές ασθένειες κατά την ενδομήτρια, την περιγεννητική, τη βρεφική ή και τη νηπιακή περίοδο. Έχουν εμφανή εξωτερικά χαρακτηριστικά όπως το ύψος, το βάρος, τη σωματική κατασκευή χαρακτηριστικά προσώπου ενώ η διάγνωση μπορεί να γίνει από τη βρεφική ή την πρώτη παιδική ηλικία. Οι βλάβες στο Κεντρικό Νευρικό τους Σύστημα προκαλεί προβλήματα στην αδρή και λεπτή κινητικότητα των παιδιών αλλά καταφέρνουν να μάθουν ανάγνωση, γραφή μικρών φράσεων και στοιχειώδεις αριθμητικές πράξεις. Σε κοινωνικό επίπεδο μαθαίνουν να τρώνε, να ντύνονται χωρίς βοήθεια και να αυτοεξυπηρετούνται στην τουαλέτα καθώς και να αναπτύσσουν σεβασμό για τον συνάνθρωπό τους και την περιουσία των άλλων. Υπό επίβλεψη, τα παιδιά αυτά είναι ικανά να συμμετέχουν στην αγορά εργασίας.
Σοβαρή νοητική υστέρηση
Οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά σε βιολογικά αίτια και συνήθως συνοδεύεται από σοβαρά προβλήματα, όπως εγκεφαλική παράλυση, η απώλεια ακοής ή όρασης, οι συναισθηματικές διαταραχές. Η φυσική και η κινητική τους ανάπτυξη χαρακτηρίζεται από έντονα προβλήματα σε όλα τα επίπεδα. Ακόμα αντιμετωπίζουν προβλήματα στο λόγο και την άρθρωση και η εκπαίδευσή τους στοχεύει στην οικειότητα με το αλφάβητο και την απλή αρίθμηση. Πολλές φορές χρειάζονται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Βαριά νοητική υστέρηση
Οι περισσότεροι έχουν ένα διαγνωσμένο νευρολογικό πρόβλημα, το οποίο είναι υπεύθυνο για τη νοητική καθυστέρηση. Με την κατάλληλη εκπαίδευση και φροντίδα μπορεί να βελτιωθεί η κινητική τους ικανότητα και οι δεξιότητές τους στην επικοινωνία.
Απροσδιόριστη νοητική υστέρηση
Ο χαρακτηρισμός αυτός θα πρέπει να χρησιμοποιείται, όταν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ύπαρξης νοητικής καθυστέρησης, αλλά το άτομο δε μπορεί να εξεταστεί επιτυχώς από τα σταθμισμένα τεστ νοημοσύνης. Γενικά, όσο πιο μικρή είναι η ηλικία, τόσο πιο δύσκολο είναι να εκτιμηθεί η ύπαρξη νοητικής καθυστέρησης.
Οι άνθρωποι με νοητική υστέρηση ακολουθούν τα στάδια γνωστικής ανάπτυξης, όπως αυτά έχουν ορισθεί από τη θεωρία του Piaget. Πρωταρχική διαφορά μεταξύ φυσιολογικών και νοητικά καθυστερημένων παιδιών είναι ο αργότερος ρυθμός απόκτησης των σταδίων ανάλογα με τη σοβαρότητα της νοητικής καθυστέρησης. Όπως υποστηρίζει όμως ο Henley, 1980, η γνωστική τους ανάπτυξη ακολουθεί τις ταλαντώσεις και τις περιόδους καθυστέρησης κατά τη διάρκεια των μεταβάσεων από το ένα στάδιο σκέψης στο άλλο με τρόπο ανάλογο με των φυσιολογικών παιδιών.
Σύμφωνα με την κ. Πολυχρονοπούλου (1996) ένα πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαίδευσης ατόμων με νοητική καθυστέρηση, περιλαμβάνει τα εξής στάδια:
- Εκτίμηση της ζήτησης επαγγελμάτων στην αγορά εργασίας.
- Αρχική αξιολόγηση των ικανοτήτων και των ανεπαρκειών του ατόμου.
- Επαγγελματικός προσανατολισμός με το ταίριασμα των ικανοτήτων του εκπαιδευόμενου με το είδος επαγγέλματος που του αρέσει.
- Εκπαίδευση σε ένα επάγγελμα, όπου αποτελείται από μαθητεία μέσα στη σχολή, πρακτικές σχολικές γνώσεις για τη στήριξη της επαγγελματικής εκπαίδευσης, έμφαση σε κοινωνικές δεξιότητες και δραστηριότητες της καθημερινής ζωής, ευαισθητοποίηση των εργοδοτών και της κοινότητας, μαθητεία στον ανοικτό χώρο εργασίας.
- Επαγγελματική τοποθέτηση μετά τη λήξη των σπουδών.
- Συμβουλευτική και υποστήριξη μετά την επαγγελματική τοποθέτηση.