Η Εναντιωματική Προκλητική Διαταραχή

Στο DSM IV συναντούμε τον όρο « διαταραχές συμπεριφοράς » οι οποίες «αποτελούν μια ομάδα διαταραχών με κοινό χαρακτηριστικό την αδυναμία ελέγχου μιας εσωτερικής ώθησης (παρόρμησης) του εαυτού για να προβεί σε συμπεριφορές που μπορεί να είναι παράλογες ή βλαπτικές για τον ίδιο ή για τρίτους ». Μια από τις διαταραχές αυτές που είναι άγνωστη σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού, είναι η Εναντιωματική Προκλητική Διαταραχή. Η συμπεριφορά των παιδιών στη διαταραχή αυτή, χαρακτηρίζεται από μια διαρκή ευερεθιστότητα, θυμό, μόνιμα κακή διάθεση και έντονη επιθυμία για εκδικητικότητα. Ακόμα, υπάρχει συχνός θυμός και απώλεια της ψυχραιμίας.

Παράλληλα, κατά τη διαταραχή αυτή, υπάρχει ανυπακοή στους κανόνες και γενικότερα στα άτομα που εκπροσωπούν εξουσία, γι’αυτό και οι διαπληκτισμοί με τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς είναι συχνοί και μεγάλης έντασης. Έπειτα από εκτροπή της συμπεριφοράς τους ή τη διενέργεια λαθών, παρατηρείται συνεχής μετάθεση της ευθύνης σε άλλους. Τα παιδιά έχουν μια προσβλητική συμπεριφορά απέναντι σε άλλους, εκστομίζουν σκόπιμα κουβέντες που πληγώνουν κατά την εκδήλωση του θυμού τους και βρίσκονται σε μία διαρκή αναζήτηση τρόπων εκδίκησης.

Σε έρευνες που έγιναν στις Η.Π.Α., η Εναντιωματική Προκλητική Διαταραχή επηρεάζει περίπου το 15% των παιδιών σχολικής ηλικίας. Στις πιο μικρές ηλικίες εμφανίζεται πιο συχνά στα αγόρια αλλά στις μεγαλύτερες σχολικές ηλικίες τα ποσοστά είναι περίπου τα ίδια και στα δύο φύλα. Παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τη ΔΕΠΥ, η σημαντικότερη διαφορά όμως είναι ότι η συμπεριφορά των παιδιών με Εναντιωματική Προκλητική Διαταραχή είναι κυρίως επιθετική ενώ η συμπεριφορά των παιδιών με ΔΕΠΥ είναι κατά κύριο λόγο παρορμητική.

Τα αίτια της Εναντιωματικής Προκλητικής Διαταραχής είναι άγνωστα και βρίσκονται ακόμα σε ερευνητικό επίπεδο. Σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στις Η.Π.Α. το 20% των παιδιών με Εναντιωματική Προκλητική Διαταραχή είχε έναν γονέα ο οποίος ήταν αλκοολικός και απασχόλησε το δικαστικό σύστημα. Άλλες έρευνες αναφέρονται σε χημική ανισορροπία του εγκεφάλου. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι με τον όρο << διαταραχή >> αναφερόμαστε μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες η συμπεριφορά αποτελεί σύμπτωμα μιας υποκείμενης δυσλειτουργίας του ατόμου και όχι αντίδραση στο άμεσο κοινωνικό περιβάλλον.

Ως μέθοδοι παρέμβασης προτείνονται η Ατομική Συμβουλευτική, η Οικογενειακή Θεραπεία καθώς και η Συμπεριφορική Εκπαίδευση στη διαχείριση θυμού,, στις δεξιότητες επικοινωνίας και στις κοινωνικές δεξιότητες. Οι γονείς λειτουργούν ως θετικό πρότυπο συμπεριφοράς γι’αυτό και είναι απαραίτητη η εκπαίδευση των γονέων σε γονεϊκές δεξιότητες, δεξιότητες μοντελοποίησης της συμπεριφοράς και διαχείρισης άγχους και ασφαλώς να εκπαιδευτούν στο να θέτουν πειθαρχικά όρια.

Ο ρόλος τον εκπαιδευτικών είναι εξίσου σημαντικός. Ο μαθητής θα πρέπει να τοποθετείται πάντα στο πρώτο θρανίο ώστε να υπάρχει διαρκής βλεμματική επαφή μαζί του. Όταν ο μαθητής εκδηλώνει αποδεκτή και επιθυμητή κοινωνική συμπεριφορά καθώς και βελτίωση στη μαθησιακή του πρόοδο θα πρέπει να επαινείται και να επιβραβεύεται σταθερά. Ακόμα, είναι απαραίτητο ο εκπαιδευτικός να προσπαθήσει να προσεγγίσει το μαθητή ώστε να δημιουργηθεί μια σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τους και να αποφεύγεται η σύγκρουση όταν εκδηλώνεται μία ανάρμοστη συμπεριφορά. Τέλος, η συνεργασία και η τακτική επικοινωνία του εκπαιδευτικού με τους γονείς του παιδιού κρίνεται απαραίτητη.

Φωτογραφία από Esi Grünhagen από το Pixabay